Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμμετρικότης αἱ συμμετρικότητες
      γενική τῆς συμμετρικότητος τῶν συμμετρικοτήτων
      δοτική τῇ συμμετρικότητι ταῖς συμμετρικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συμμετρικότητα τὰς συμμετρικότητᾰς
     κλητική ! συμμετρικότης συμμετρικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμμετρικότης < συμμετρικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμμετρικότης, -ητος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία