Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συγύριο τα συγύρια
      γενική του συγύριου των συγύριων
    αιτιατική το συγύριο τα συγύρια
     κλητική συγύριο συγύρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγύριο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγύριο ουδέτερο

  • συγύρισμα
    ※  Στὸ καλύβι μένει τὴ μέρα κανένας ἄρρωστος κι ἡ νοικοκυρὰ μὲ τὰ μωρά , ποὺ μπαινοβγαίνει γιὰ νὰ κάνει τὸ συγύριο τοῦ σπιτιοῦ (Αγγελική Χατζιμιχάλη, Σαρακατσάνοι, τόμος 1, τεύχος 2, 1957, σελ. 213)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία