Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγκυριότης αἱ συγκυριότητες
      γενική τῆς συγκυριότητος τῶν συγκυριοτήτων
      δοτική τῇ συγκυριότητι ταῖς συγκυριότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συγκυριότητα τὰς συγκυριότητᾰς
     κλητική ! συγκυριότης συγκυριότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκυριότης (μαρτυρείται από το 1838) [1] [2] < → και δείτε τη λέξη συγκυριότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκυριότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συγκυριότητα (1838) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. σελ. 940, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου