συγκεντρωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκεντρωτής < συγκεντρώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκεντρωτής αρσενικό
- (πληροφορική) η πλήμνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκεντρωτής
→ δείτε τη λέξη πλήμνη |
συγκεντρωτής αρσενικό
→ δείτε τη λέξη πλήμνη |