συγκεντρωσιάρχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκεντρωσιάρχης < συγκέντρωση + -άρχης
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκεντρωσιάρχης ουδέτερο
- (πολιτική), (νεολογισμός): αυτός που οργανώνει και επιμελείται κομματική συγκέντρωση, ή συγκέντρωση διαφόρων οπαδών
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκεντρωσιάρχης
|