στρωματιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρωματιά | οι | στρωματιές |
γενική | της | στρωματιάς | των | στρωματιών |
αιτιατική | τη | στρωματιά | τις | στρωματιές |
κλητική | στρωματιά | στρωματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρωματιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρωματιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρωματιά
|