↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρέξιμο τα στρεξίματα
      γενική του στρεξίματος των στρεξιμάτων
    αιτιατική το στρέξιμο τα στρεξίματα
     κλητική στρέξιμο στρεξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρέξιμο < στρέγω + -ιμο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρέξιμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία