Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στιβαδόρος οι στιβαδόροι
      γενική του στιβαδόρου των στιβαδόρων
    αιτιατική τον στιβαδόρο τους στιβαδόρους
     κλητική στιβαδόρε στιβαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιβαδόρος < ισπανική estivador / αγγλική stevedore • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στιβαδόρος αρσενικό

  • (επάγγελμα) άνθρωπος με επάγγελμα την φόρτωση / εκφόρτωση πλοίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία