στερεοβάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στερεοβάτης αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) θεμέλιο στο οποίο χτίζονταν οι ναοί στην αρχαία Ελλάδα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στερεοβάτης
|