Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταφιδάμπελος < σταφίδα + άμπελος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταφιδάμπελος θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία