Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στασιάρχης οι στασιάρχες
      γενική του στασιάρχη των στασιαρχών
    αιτιατική τον στασιάρχη τους στασιάρχες
     κλητική στασιάρχη στασιάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στασιάρχης < στάση + -άρχης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στασιάρχης αρσενικό

  • αυτός που πρωτοστατεί σε στάση, σε εξέγερση

  Μεταφράσεις επεξεργασία