Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στασιάρχης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
στασιάρχ
ης
οι
στασιάρχ
ες
γενική
του
στασιάρχ
η
των
στασιαρχ
ών
αιτιατική
τον
στασιάρχ
η
τους
στασιάρχ
ες
κλητική
στασιάρχ
η
στασιάρχ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στασιάρχης
<
στάση
+
-άρχης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στασιάρχης
αρσενικό
αυτός που πρωτοστατεί σε
στάση
, σε εξέγερση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στασιάρχης