σταμνάγκαθο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταμνάγκαθο ουδέτερο
- το άγριο ραδίκι, αυτοφυές σε απόκρημνα μέρη και φρυγανότοπους
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταμνάγκαθο
|
σταμνάγκαθο ουδέτερο
|