Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταμνάγκαθο τα σταμνάγκαθα
      γενική του σταμνάγκαθου των σταμνάγκαθων
    αιτιατική το σταμνάγκαθο τα σταμνάγκαθα
     κλητική σταμνάγκαθο σταμνάγκαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταμνάγκαθο < στάμνα + άκανθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταμνάγκαθο ουδέτερο

  • το άγριο ραδίκι, αυτοφυές σε απόκρημνα μέρη και φρυγανότοπους

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία