σταδιασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταδιασμός < ναυτικό στάδιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταδιασμός αρσενικό
- (ναυτικός όρος) οποιαδήποτε μέτρηση που ως μονάδα μέτρησης λαμβάνεται κυρίως το ναυτικό στάδιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταδιασμός
|