Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταδιασμός οι σταδιασμοί
      γενική του σταδιασμού των σταδιασμών
    αιτιατική τον σταδιασμό τους σταδιασμούς
     κλητική σταδιασμέ σταδιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταδιασμός < ναυτικό στάδιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταδιασμός αρσενικό

  • (ναυτικός όρος) οποιαδήποτε μέτρηση που ως μονάδα μέτρησης λαμβάνεται κυρίως το ναυτικό στάδιο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία