Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsta.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στά‐κα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

στάκα < λείπει η ετυμολογία

  Επιφώνημα επεξεργασία

στάκα

  • (λαϊκότροπο) βάστα, στάσου, περίμενε, όπα
    ※  Στάκα, ορέ Χοσρέφ, στάκα να βαδίσουμε αντάμα (Καραϊσκάκης ο Στρατάρχης, Κώστας Δετσίκας, Εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, 2005, σελ. 307)
    ※  Όχι, κυρά Μαριά, της λέει, στάκα να πάνω να φέρω και μαρτύρους (Nachklassisches Griechisch, Albert Debrunner, 1933, σελ. 50)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάκα οι στάκες
      γενική της στάκας
    αιτιατική τη στάκα τις στάκες
     κλητική στάκα στάκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
στάκα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στάκα θηλυκό

  • (τυρί) είδος κρητικού λευκού τυριού