σπληνεκτοπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπληνεκτοπία | ||
γενική | της | σπληνεκτοπίας | ||
αιτιατική | τη | σπληνεκτοπία | ||
κλητική | σπληνεκτοπία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπληνεκτοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική splenectopy
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπληνεκτοπία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική) μετακίνηση του σπλήνα προς τα κάτω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπληνεκτοπία
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)