Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπληνεκτοπία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σπληνεκτοπί
α
οι
σπληνεκτοπί
ες
γενική
της
σπληνεκτοπί
ας
των
σπληνεκτοπι
ών
αιτιατική
τη
σπληνεκτοπί
α
τις
σπληνεκτοπί
ες
κλητική
σπληνεκτοπί
α
σπληνεκτοπί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπληνεκτοπία
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπληνεκτοπία
θηλυκό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπληνεκτοπία