↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπληνεκτομή οι σπληνεκτομές
      γενική της σπληνεκτομής των σπληνεκτομών
    αιτιατική τη σπληνεκτομή τις σπληνεκτομές
     κλητική σπληνεκτομή σπληνεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπληνεκτομή < σπλήνα + εκτέμνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπληνεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική): χειρουργική αφαίρεση, μερική ή ολική, της σπλήνας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία