Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπληνεκτομή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σπληνεκτομ
ή
οι
σπληνεκτομ
ές
γενική
της
σπληνεκτομ
ής
των
σπληνεκτομ
ών
αιτιατική
τη
σπληνεκτομ
ή
τις
σπληνεκτομ
ές
κλητική
σπληνεκτομ
ή
σπληνεκτομ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπληνεκτομή
<
σπλήνα
+
εκτέμνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπληνεκτομή
θηλυκό
(
ιατρική
): χειρουργική αφαίρεση, μερική ή ολική, της σπλήνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπληνεκτομή
αγγλικά
:
splenectomy
(en)