σπερματοδότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπερματοδότης αρσενικό
- δότης σπέρματος, που διαθέτει το σπέρμα του, συνήθως σε τράπεζα σπέρματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπερματοδότης
|
σπερματοδότης αρσενικό
|