σοφολογιότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σοφολογιότης | αἱ | σοφολογιότητες | ||||
γενική | τῆς | σοφολογιότητος | τῶν | σοφολογιοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | σοφολογιότητι | ταῖς | σοφολογιότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σοφολογιότητα | τὰς | σοφολογιότητας | ||||
κλητική ὦ! | σοφολογιότης | σοφολογιότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σοφολογιότης (μαρτυρείται από το 1744) [1] < → και δείτε τη λέξη σοφολογιότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασοφολογιότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 917, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου