σοσιαλφασισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σοσιαλφασισμός < σοσιαλισμός + φασισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοσιαλφασισμός αρσενικό
- υποτιμητικά η σοσιαλδημοκρατία, με βάση θεωρία που υποστηρίχτηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν) κατά τη δεκαετία του 1930, σύμφωνα με την οποία η σοσιαλδημοκρατία ήταν παραλλαγή του φασισμού επειδή εμπόδιζε την πλήρη και οριστική μετάβαση προς τον κομμουνισμό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σοσιαλφασισμός