Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοσιαλμανία οι σοσιαλμανίες
      γενική της σοσιαλμανίας των σοσιαλμανιών
    αιτιατική τη σοσιαλμανία τις σοσιαλμανίες
     κλητική σοσιαλμανία σοσιαλμανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοσιαλμανία < σοσιαλ(ισμός) + -μανία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σοσιαλμανία θηλυκό

  • (πολιτική) ονομασία πολιτικής με κρατικές παρεμβάσεις και εθνικοποιήσεις. Χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα για τα πρώτα χρόνια μετά το 1974 από τη διακυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή

  Μεταφράσεις επεξεργασία