σορόπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σορόπα | οι | σορόπες |
γενική | της | σορόπας | — | |
αιτιατική | τη | σορόπα | τις | σορόπες |
κλητική | σορόπα | σορόπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σορόπα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σορόπα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Γεώργιος Κάτος, Λεξικό της λαϊκής και περιθωριακής γλώσσας