σμιγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σμιγός | οι | σμιγοί |
γενική | του | σμιγού | των | σμιγών |
αιτιατική | τον | σμιγό | τους | σμιγούς |
κλητική | σμιγέ | σμιγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σμιγός < αρχαία ελληνική σμιγός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σμιγός αρσενικό
- άλλη μορφή του σμιγάδι
Πηγές
επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)