Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκυρόδεση οι σκυροδέσεις
      γενική της σκυρόδεσης των σκυροδέσεων
    αιτιατική τη σκυρόδεση τις σκυροδέσεις
     κλητική σκυρόδεση σκυροδέσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκυρόδεση < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skiˈɾo.ðe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυ‐ρό‐δε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκυρόδεση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία