σκυριδωρύχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκυριδωρύχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκυριδωρύχος αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) εργαζόμενος σε σκυριδωρυχείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκυριδωρύχος
|
Αυτή η σελίδα προτείνεται στην κατηγορία των σελίδων για διαγραφή με το σχόλιο: δεν το βρίσκω πουθενά. Σημειώνουμε αν εξελίσσεται συζήτηση στη Σελίδα Συζήτησης του άρθρου ή στο Δωμάτιο Συζήτησης Διαγραφών.
Άλλως, αν δεν υπάρχει αντίρρηση το λήμμα θα διαγραφεί σε 15 ημέρες ή νωρίτερα, με ευθύνη διαχειριστή. |
σκυριδωρύχος αρσενικό
|