σκυλόκλαμα
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκυλόκλαμα | τα | σκυλοκλάματα |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκυλόκλαμα | τα | σκυλοκλάματα |
κλητική | σκυλόκλαμα | σκυλοκλάματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκυλόκλαμα < σκυλό- + κλάμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκυλόκλαμα ουδέτερο
- ήχος που μοιάζει με κλάμα σκύλου
- ※ Θώρης: —Δε παρατάς, τώρα τα σκυλοκλάματα! φώναξε ο “αρχηγός”, μες στα δάκρυα του
- Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ'άστρα, 1956
- ※ Ο άνεμος ολοένα κατέβαινε με ταμπούρλα και πίπιζες και σκυλόκλαμα.
- Γιάννης Μαγκλής Τα παιδιά του ήλιου και της θάλασσας, 1963 απόσπασμα@books.google
- ※ Θώρης: —Δε παρατάς, τώρα τα σκυλοκλάματα! φώναξε ο “αρχηγός”, μες στα δάκρυα του
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκυλόκλαμα
|