σκολοπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκολοπισμός < ελληνιστική κοινή σκολοπισμός < σκολοπίζω < αρχαία ελληνική σκόλοψ
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκολοπισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκολοπισμός
|
σκολοπισμός αρσενικό
|