Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκληροκερατίτιδα οι σκληροκερατίτιδες
      γενική της σκληροκερατίτιδας των σκληροκερατίτιδων
    αιτιατική τη σκληροκερατίτιδα τις σκληροκερατίτιδες
     κλητική σκληροκερατίτιδα σκληροκερατίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκληροκερατίτιδα < σκληρο- + κερατοειδής + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκληροκερατίτιδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία