σκλαβόπουλο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκλαβόπουλο < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκλαβόπουλο ουδέτερο
- Σκλαβωμένο ή αιχμαλωτισμένο παιδί, που χρησιμοποιείτε κυρίως για επίπονες και χειρωνακτικές εργασίες.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σκλαβόπουλο
|