σκηπτουχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκηπτουχία < σκήπτρο + έχω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκηπτουχία θηλυκό
- το να έχει/κατέχει κάποιος/α σκήπτρο ως σύμβολο αρχής, αρχηγίας, ηγεσίας
- ⮡ ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθεὶς
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκηπτουχία
|