Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκατζιά οι σκατζιές
      γενική της σκατζιάς των σκατζιών
    αιτιατική τη σκατζιά τις σκατζιές
     κλητική σκατζιά σκατζιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκατζιά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκατζιά θηλυκό

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) πρόχειρη ραφιέρα από σανίδες

  Μεταφράσεις επεξεργασία