σκίνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκίνο | τα | σκίνα |
γενική | του | σκίνου | των | σκίνων |
αιτιατική | το | σκίνο | τα | σκίνα |
κλητική | σκίνο | σκίνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκίνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκίνο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη σχίνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκίνο
→ δείτε τη λέξη σχίνος |