Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιχαμός οι σιχαμοί
      γενική του σιχαμού των σιχαμών
    αιτιατική τον σιχαμό τους σιχαμούς
     κλητική σιχαμέ σιχαμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιχαμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιχαμός αρσενικό

  • σιχαμάρα, αηδία
    ※  Γιὰ τὴν κυβέρνησή μου ἔρχεται σιχαμὸς καὶ καταφρόνια, ἅμα συλλογίζομαι τὴν κυβέρνηση ξεπέφτω, μαργώνω καὶ μαραίνομαι (Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία