σινδών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σινδών | αἱ | σινδόνες |
γενική | τῆς | σινδόνος | τῶν | σινδόνων |
δοτική | τῇ | σινδόνῐ | ταῖς | σινδόσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σινδόνᾰ | τὰς | σινδόνᾰς |
κλητική ὦ! | σινδών | σινδόνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σινδόνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σινδόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σινδών < (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης [1] (πβ. εβραϊκή סדין (sadin)) ή < αρχαία αιγυπτιακή šnḏwt
Ουσιαστικό
επεξεργασίασινδών θηλυκό
- το σεντόνι
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σινδών - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- σινδών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σινδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.