↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σινδών αἱ σινδόνες
      γενική τῆς σινδόνος τῶν σινδόνων
      δοτική τῇ σινδόν ταῖς σινδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σινδόν τὰς σινδόνᾰς
     κλητική ! σινδών σινδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σινδόνε
γεν-δοτ τοῖν  σινδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σινδών < (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης [1] (πβ. εβραϊκή סדין (sadin)) ή < αρχαία αιγυπτιακή šnḏwt
S
n
D
w
t

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σινδών θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σινδών - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.