Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιαλόρροια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σιαλόρροι
α
οι
σιαλόρροι
ες
γενική
της
σιαλόρροι
ας
των
σιαλορροι
ών
αιτιατική
τη
σιαλόρροι
α
τις
σιαλόρροι
ες
κλητική
σιαλόρροι
α
σιαλόρροι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιαλόρροια
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σιαλόρροια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
σιελόρροια