σημείωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σημείωσῐς | αἱ | σημειώσεις | ||||
γενική | τῆς | σημειώσεως | τῶν | σημειώσεων | ||||
δοτική | τῇ | σημειώσει | ταῖς | σημειώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σημείωσῐν | τὰς | σημειώσεις | ||||
κλητική ὦ! | σημείωσῐ | σημειώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σημειώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σημειωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασημείωσις, -εως θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σημείωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.