σεξοθεραπευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεξοθεραπευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεξοθεραπευτής αρσενικό (θηλυκό: σεξοθεραπεύτρια)
- (επάγγελμα) ψυχολόγος ειδικευμένος στη σεξοθεραπεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεξοθεραπευτής