σενιόρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σενιόρα | οι | σενιόρες |
γενική | της | σενιόρας | των | σενιόρων |
αιτιατική | τη | σενιόρα | τις | σενιόρες |
κλητική | σενιόρα | σενιόρες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σενιόρα θηλυκό
- άλλη μορφή του σινιόρα