σεληνιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- σεληνιασμός < ελληνιστική σεληνιασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεληνιασμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεληνιασμός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεληνιασμός < Σελήνη (λόγω της επικρατούσας παλαιότερα αντίληψης ότι η εμφάνιση των συμπτωμάτων της ασθένειας οφείλονταν στη Σελήνη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεληνιασμός αρσενικό