↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σεισοπυγίς αἱ σεισοπυγίδες
      γενική τῆς σεισοπυγίδος τῶν σεισοπυγίδων
      δοτική τῇ σεισοπυγίδ ταῖς σεισοπυγίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σεισοπυγίδ τὰς σεισοπυγίδᾰς
     κλητική ! σεισοπυγίς* σεισοπυγίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σεισοπυγίδε
γεν-δοτ τοῖν  σεισοπυγίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεισοπυγίς (ελληνιστική κοινή) < σείω + πυγή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σεισοπυγίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία