σατιρίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σατιρίστρια < σατιριστής + -τρια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.tiˈɾi.stɾi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασατιρίστρια θηλυκό
- θηλυκό του σατιριστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία σατιρίστρια
|
σατιρίστρια θηλυκό
|