καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σατανικότης αἱ σατανικότητες
      γενική τῆς σατανικότητος τῶν σατανικοτήτων
      δοτική τῇ σατανικότητι ταῖς σατανικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν σατανικότητα τὰς σατανικότητας
     κλητική ! σατανικότης σατανικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σατανικότης μαρτυρείται από το 1888 με γραφή Σατανικότης [1] < σατανικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σατανικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 896, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου