σαραβάλιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαραβάλιασμα < θέμα σαραβάλιασ- (< σαραβαλιάζω) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαραβάλιασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του σαραβαλιάζω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαραβάλιασμα