σαξόκερας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαξόκερας < αγγλική saxhorn + -ο- + κέρας < γαλλική Αντόλφ Σαξ (Adolphe Sax) < γερμανική Sachs < Sachse < δυτική πρωτογερμανική *sahsō (Σάξονας) < *sahs (στιλέτο, μαχαίρι) < πρωτογερμανική *sahsą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sek- (κόβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαξόκερας ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο, που εφευρέθηκε από τον Adolphe Sax το 1845, έχει σχήμα παρόμοιο με αυτό της τούμπας και χρησιμοποιείται κυρίως στις στρατιωτικές μπάντες και τις ορχήστρες πνευστών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Σαξκόρνο στη Βικιπαίδεια