σαντακρούτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαντακρούτα | οι | σαντακρούτες |
γενική | της | σαντακρούτας | — | |
αιτιατική | τη | σαντακρούτα | τις | σαντακρούτες |
κλητική | σαντακρούτα | σαντακρούτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαντακρούτα < σατακρούτα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαντακρούτα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη σατακρούτα