Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σατακρούτα οι σατακρούτες
      γενική της σατακρούτας
    αιτιατική τη σατακρούτα τις σατακρούτες
     κλητική σατακρούτα σατακρούτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σατακρούτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική seta cruda (ακατέργαστο μετάξι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σατακρούτα θηλυκό

  1. είδος χοντρού υφάσματος από μετάξι
  2. ρούχο (αντρικό κοστούμι) από τέτοιο ύφασμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία