σατακρούτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σατακρούτα | οι | σατακρούτες |
γενική | της | σατακρούτας | — | |
αιτιατική | τη | σατακρούτα | τις | σατακρούτες |
κλητική | σατακρούτα | σατακρούτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σατακρούτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική seta cruda (ακατέργαστο μετάξι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σατακρούτα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σατακρούτα
|