σαλαμάστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλαμάστρα θηλυκό
- μονωτικό υλικό από ίνες (π.χ. βαμβακιού) που χρησιμοποιείται ως παρέμβυσμα σε μόνωση - στεγανοποίηση αξόνων αντλιών ή πηδαλίων
- Κάτασπρα φοράς και έχεις βραχεί, [...] πλέκω σαλαμάστρα στα μαλλιά σου (Νίκος Καββαδίας)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαλαμάστρα
|