Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλαμάστρα οι σαλαμάστρες
      γενική της σαλαμάστρας των σαλαμαστρών
    αιτιατική τη σαλαμάστρα τις σαλαμάστρες
     κλητική σαλαμάστρα σαλαμάστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλαμάστρα < ιταλική salmastra (πλεχτό σκοινί)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαλαμάστρα θηλυκό

  • μονωτικό υλικό από ίνες (π.χ. βαμβακιού) που χρησιμοποιείται ως παρέμβυσμα σε μόνωση - στεγανοποίηση αξόνων αντλιών ή πηδαλίων
    Κάτασπρα φοράς και έχεις βραχεί, [...] πλέκω σαλαμάστρα στα μαλλιά σου (Νίκος Καββαδίας)

  Μεταφράσεις επεξεργασία