Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακχαρόπηκτο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σακχαρόπηκτον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σακχαρόπηκτος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sak.xaˈɾo.pi.kto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σακ‐χα‐ρό‐πη‐κτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σακχαρόπηκτο ουδέτερο

  1. που είναι σακχαρόπηκτο
  2. (ειδικότερα) το χάπι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σακχαρόπηκτο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σακχαρόπηκτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σακχαρόπηκτος

  Πηγές επεξεργασία