σίτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σίτα | οι | σίτες |
γενική | της | σίτας | των | σιτών |
αιτιατική | τη | σίτα | τις | σίτες |
κλητική | σίτα | σίτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίτα θηλυκό