σίκουελ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σίκουελ < αγγλική sequel < μέση γαλλική séquelle < λατινική sequela < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sekʷ- (ακολουθώ)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsi.ku.el/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σί‐κου‐ελ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σίκουελ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος, θέατρο, λογοτεχνία) κινηματογραφικό, θεατρικό, λογοτεχνικό, τηλεοπτικό, μουσικό ή άλλο έργο που συνεχίζει την ιστορία κάποιου προηγούμενου και την επεκτείνει
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- σίκουελ στην αγγλική Βικιπαίδεια