σίκουελ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σίκουελ < αγγλική sequel < μέση γαλλική séquelle < λατινική sequela < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sekʷ- (ακολουθώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.ku.el/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σί‐κου‐ελ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίκουελ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος, θέατρο, λογοτεχνία) κινηματογραφικό, θεατρικό, λογοτεχνικό, τηλεοπτικό, μουσικό ή άλλο έργο που συνεχίζει την ιστορία κάποιου προηγούμενου και την επεκτείνει
- ※ Και η ιδέα των σίκουελ μπορεί να είναι ένα εμπορικό εύρημα της βιομηχανίας του θεάματος , που θέλει να αναπαράγει την επιτυχία , όμως μπορείτε να φανταστείτε τον « Νονό » να σταματά στην πρώτη μόνο ιστορία ; (Ανδρέας Αποστολίδης, Δημήτρης Ποσάντζης, Παναγιώτης Α. Αγαπητός, Ανταίος Χρυσοστομίδης, Ελληνικά εγκλήματα 2, εκδ. Καστανιώτη, 2008, σελ. 10)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σίκουελ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Sequel στην αγγλική Βικιπαίδεια