Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρόκολος οι ρόκολοι
      γενική του ρόκολου των ρόκολων
    αιτιατική τον ρόκολο τους ρόκολους
     κλητική ρόκολε ρόκολοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρόκολος < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρόκολος αρσενικό

  • (κυπριακά) νεαρός
    ※  Θυμούμαι πού 'μουν ρόκολος κ' έκαμνες τον καπάτσο, ο μπότης και άμα έγειρνε έδκιας και μου έναν πάτσον (Αθηνά Ταρσούλη, Κύπρος, τόμος 1, 1955, σελ. 412)
    ※  Οι γυναίκες απλά αποτελούν τρόπαια και αξεσουάρ του κάθε ρόκολου τράπερ (Η μουσική πέθανε, ζήτω η μουσική, philenews.com, 04 Ιουλίου 2022, [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία